συνάπτης

συνάπτης
-ου, ὁ, Μ [συνάπτω]
συναπτήριος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνάπτῃς — συνάπτω join together pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπτός — ή, ό / συναπτός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω] 1. ενωμένος, συνδεδεμένος 2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή (στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”